Ιωνίδειος με τα μάτια της Ψυχής μου Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Πουκαμισά «Σκιαγραφία μιας Εφηβείας, Πειραιάς 1954-1973 Εκδ. Κασταλία»

Ιωνίδειος με τα μάτια της Ψυχής μου
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Πουκαμισά «Σκιαγραφία μιας Εφηβείας, Πειραιάς 1954-1973 Εκδ. Κασταλία»(Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012 στον Σύνδεσμο Αποφοίτων Ιωνιδείου, Πραξιτέλους 236 στις 20.00)
Το 1966, ενώ ο ορίζων γύρω-γύρω σκοτείνιαζε, είδε να πραγματοποιείται ένα μεγάλο όνειρό του. Με δέος έβλεπε από την πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου, επισήμως πλατεία Κοραή, να ορθώνεται απέναντι, ένα αυστηρό γεωμετρικό κτήριο, λιτό, χωρίς φτιασίδια. Η χαραγμένη επιγραφή στο υπέρθυρο, έγραφε Ιωνίδειος Πρότυπος Σχολή, το Α’ Γυμνάσιο, όπως ακόμη το έλεγαν όλοι.
Εκεί κατάφερε να ξεκινήσει τις γυμνασιακές σπουδές του, καθώς η κληρωτίδα τον ευνόησε λίγο πριν συμπληρωθεί ο αριθμός των 160 εισακτέων. Ήταν τέλος Ιουνίου 1966. Όταν άκουσε το όνομά του, στη μικρή, εσωτερική αυλή του σχολείου με τις μπασκέτες, όπου δέσποζε μαρμάρινη προτομή του Ρήγα Φεραίου, έτοιμος πια για αρνητική έκβαση, αναπήδησε από τη χαρά του, και ενθουσιασμένος άρχισε να τρέχει γύρω-γύρω, ανασούμπαλα.
Άρχισε να διαβάζει τα ονόματα των σημαντικών αποφοίτων του Σχολείου (ή των μαθητών του, έστω για λίγα χρόνια) που είχαν αναρτηθεί στο διάδρομο της επίσημης εισόδου, πίσω από τη βαριά σιδερένια, βαμμένη πράσινη, θύρα, με τα γυάλινα αδιαφανή φατνώματα: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Παύλος Νιρβάνας, Σπύρος Μελάς, Λάμπρος Πορφύρας, Δημήτρης Πικιώνης, Παναγιώτης Πιπινέλης, Παντελεήμων Φωστίνης. Γρήγορα, άκουσε από τους καθηγητές του ότι, κοντά σ’ αυτούς κι άλλους, ήταν ακόμα ο αρχιμουσικός Μενέλαος Παλλάντιος, αλλά και δύο από τους δημοφιλέστερους τότε αστέρες του κινηματογράφου και αξιότερους ηθοποιούς, ο Ανδρέας Μπάρκουλης και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ.
Μπαίνοντας στην Ιωνίδειο γυμνασιόπαις, ένας καινούριος κόσμος ξανοίχτηκε μπροστά μου. Πιο ανταγωνιστικός, πιο φωτεινός, πιο πειθαρχημένος. Το σχολείο ήταν ένα εργαστήριο γνώσης και μάθησης. Η δημόσια παιδεία έστεκε ψηλά. Οι καθηγητές του, κυρίως οι φιλόλογοι, οι συγκεκριμένοι της Ιωνιδείου, γνώριζαν να αγγίζουν την ψυχή των μικρών μαθητών και να τους μεταγγίζουν αγάπη για τη γνώση, για τον άνθρωπο, αξιοπρέπεια και ελευθερία. Πρώτοι αυτοί μπόλιασαν στις παιδικές ψυχές τα υψηλά ιδανικά, όπως αναβλύζουν από τα έπη του Ομήρου και παραδόθηκαν από τους δραματικούς ποιητές, αλλά, επίσης, τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη, τους πλατωνικούς διαλόγους.
Η Ιωνίδειος, όπως τότε συνέβαινε και με τα άλλα πρότυπα Σχολεία της χώρας, δεν ήταν προθήκη χλιδής, δεν ήταν εκπαιδευτήριο προβολής του πλούτου και του νεοπολιτισμού. Σε μια κοινωνία συνεκτική μεν, ταξική δε, η μαθητική κοινωνία της ήταν αταξική, ήταν κοινωνία ισότητας.
Ήταν η εποχή του Γεωργίου Παπανδρέου ο οποίος, ως Πρωθυπουργός είχε κρατήσει ο ίδιος το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με Αναπληρωτή Υπουργό τον περίφημο Λουκή Ακρίτα, κυπριακής καταγωγής, σπουδαίο άνθρωπο των γραμμάτων και μαχητικό πολιτικό της ομάδας των πλαστηρικών στην Ένωση του Κέντρου.
Ο Ακρίτας ήταν ο πραγματικός Υπουργός της Παιδείας. Περιστοιχιζόταν από άξιους συνεργάτες, όπως ο Ευάγγελος Παπανούτσος που είχε χρηματίσει καθηγητής στο Α’ Γυμνάσιο την τελευταία προπολεμική περίοδο, αλλά και ο Δημήτριος Καρανικόλας, που έτυχε να ήταν ο προηγούμενος σχολάρχης της Ιωνιδείου. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν συμβάλει στο να διαχυθεί ένας άνεμος δημιουργίας και λατρείας για τη γνώση.
Το μικροκλίμα στην Ιωνίδειο ήταν αυστηρό, αλλά όχι βαρύ. Το πνεύμα ήταν αξιοκρατικό. Τον τόνο έδιναν οι καλύτεροι (αλλά και οι χιουμορίστες), ανεξαρτήτως καταγωγής και κοινωνικής προέλευσης. Στους διαδρόμους και το προαύλιο συνωστίζονταν γόνοι – ήταν Γυμνάσιο αρρένων – μικροεφοπλιστών, γιατρών, αρχικαπετανέων, με γιους εισπρακτόρων τρόλεϊ, ναυτεργατών, αστυνομικών, εκπαιδευτικών, βιοτεχνών και άλλων. Με τα χρόνια, η τυχαία συνύπαρξη μέσα στους τοίχους του σχολείου, τόσο διαφορετικών χαρακτήρων και προσώπων – όπου, όμως, όλα τα έλουζε το φως και τα έβρεχε η αρμύρα της θάλασσας του Πειραιά – παίρνει στη φαντασία, διαστάσεις μιας ιερής αδελφότητας της γνώσης.
Τον αγιασμό για την έναρξη του σχολικού έτους, το Σεπτέμβριο του 1966, τέλεσε ο λευκασμένος μητροπολίτης Πειραιώς Χρυσόστομος, κατά κόσμος Εμμανουήλ Ταβλαδωράκης. Ήταν από τις άξιες μορφές της Εκκλησίας και είχε διαβεί κι αυτός μικρός τις βαριές πόρτες του τότε Α΄ Γυμνασίου. Θυμάται τον πορφυρό λόγο του δεσπότη, τις αναφορές του σε φράσεις του Νεόφυτου Βάμβα, τη συγκίνηση που τον κατέκλυζε καθώς απευθυνόταν σε ένα κομμάτι της ελπιδοφόρου νεολαίας του Έθνους. Τότε Έθνος ήταν όρος με πλατιά χρήση από όλους. Οι ΄Ελληνες, φτωχοί, με την ανέχεια του ’50, τα τραύματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τις βαθιές ουλές του εμφυλίου, ήσαν όλοι περήφανοι και αφοσιωμένοι στις αξίες του Ελληνισμού.
Κάπως αλλιώς προσελάμβαναν το Έθνος οι της Δεξιάς και αλλιώς τα αντιλαμβάνονταν οι υπόλοιποι Έλληνες. Η Δεξιά ήθελε να πιστεύει ότι αυτή ήταν το Έθνος και ότι το Έθνος συνεπαγόταν συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση. Το έθνος, όπως τους το εδίδασκαν οι καλοί ή και φωτισμένοι καθηγητές τους, άρχιζε με τη Γραμμική Β΄ των Μυκηναίων και συνέχιζε με το Ευδαίμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον κρίναντες, αλλά μετά το την Πόλιν σοι δούναι ουκ’ εμόν, ουτ’ άλλου των εν αυτή κατοικούντων, κορυφονόταν στους δασκάλους του Γένους, τους εθνεγέρτες και τους μεγάλους ποιητές.
Οι καθηγητές τους, ενωρίς τους έμαθαν το όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά του Ρήγα, που, κάθε πρωΐ, την ώρα της προσευχής, από το μαρμάρινο βάθρο του, τους κοιτούσε ασκαρδαμυκτί, αλλά και τους δίδαξαν το δεν έχω άλλο τι μήγαρις ελευθερία και γλώσσα, ενώ ο Γιάννης Γιάννόπουλος λίγο αργότερα, θα επιμένει -με επιτυχία- νατους εντυπώσει το/ επίσης σολωμικό, εθνικόν είναι το αληθές.
………..Στην Ιωνίδειο, ήταν όλα ζωογόνα κι ενδιαφέροντα, εκτός από την Άλγεβρα. Ο βλοσυρός μαθηματικός Κλιάπης, από τη Στενή Ευβοίας, ήταν αποθαρρυντικός. Η φυσικός Παπαϊωάννου, ήταν μητρική. Η Τζίβρα των Αγγλικών, βραχύσωμη και πολύ νέα, προσπαθούσε ματαίως να επιβληθεί στα άτακτα βλαστάρια. Οι γυμναστές σκληροί, ο παλαιστής Ιωαννίδης, ο Κορίνθιος «μπακάλης» Βασιλείου, ο Κρητικός Μουσούρος, ο συμπατριώτης του Μιχάλης Χαιρετάκης, ο Σπανάκος στον οποίο ο φιλόλογος Τόμης εξηγούσε ότι Ποντικός (ο Ηρακλείδης) δεν ήταν αρουραίος, αλλά Πόντιος. Η αίθουσα της ενόργανης άρτια, λες και βγήκε από φιγουρίνι ενός Turnverein της Γερμανίας, γυμναστικού σωματείου του τέλους του 19ου αιώνα.
Και οι φιλόλογοι ξεκίνησαν με τον Αχιλλέα Λαζάρου, από την Ελασσόνα, περήφανο για τη βλάχικη καταγωγή του, πολύ γνωστό στη συνέχεια «ρωμανιστή». Τους άφησε να πάει για ανώτερες σπουδές στη Γαλλία. Τότε τον αντικατέστησε η Εύη Μούντριχα, από την Εύβοια. Πολλά χρόνια αργότερα, κατάλαβε ότι η γεροντοκόρη καθηγήτρια, που τους οδήγησε στο Εθνικό Αρχαιολογικό και το Μουσείο του Κεραμικού, ήταν συγγενής του περήφανου κάποτε επικεφαλής του ΕΛΑΣ Βοιωτίας, καπετάν Ορέστη. Τη θυμάται ακόμα να τους μιλάει για τον ανατολίζοντα ρυθμό, την πολύχρυση Μυκήνη και τα κύπελλα του Βαφειού από ατόφιο μάλαμα, την επιτύμβια στήλη της Ηγησούς.
Το Δεκέμβριο, η κυβέρνηση του φαλακρού, διοπτροφόρου, Στεφανόπουλου έπεσε, καθώς ο Κανελλοπουλος, σε συνεννόηση με τον Γεώργιο Παπανδρέου, απέσυρε την εμπιστοσύνη του από το σχήμα αυτό των Αποστατών, σε μια προσπάθεια να εναρμονίσουν την πολιτική ζωή με το πραγματικό φρόνημα του λαού. Ο Παπανδρέου, βέβαιος για τη νίκη του, δέχθηκε ο συμπολίτης του να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας της ΕΡΕ και να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Η αναμέτρηση είχε ορισθεί για τα μέσα Μαΐου 1967.
Οι δύο αρχηγοί, σε σειρά μυστικών συναντήσεων στην Κηφισιά, στη Βαρυμπόμπη και αλλού, είχαν αντιληφθεί ότι η κατάσταση με τους Αποστάτες, νόθα καθώς ήταν, καθώς επίσης η διαμάχη ΙΔΕΑ-ΑΣΠΙΔΑ, εγκυμονούσαν μεγάλους κινδύνους. Λίγο μετά το γκρεμό προσπαθούσαν να τροχοπεδήσουν. Η οχλοβοή των οικοδόμων και άλλων εθεωρείτο ότι ευνοούσε τους κομμουνιστές. Η Δεξιά μιλούσε για κομμουνιστές και συνοδοιπόρους. Έκτοτε, η λέξη συνοδοιπόρος είχε στην εφηβική συνείδηση του, φορτισθεί αρνητικά. Από την άλλη, οι δύο ανησυχούσαν με τις πληροφορίες για «δυσφορία» και σύσταση συνωμοτικών ομάδων στο Στράτευμα. Για μήνες σερνόταν η φήμη ότι θα γινόταν «επέμβαση του Στρατού». Ένας λοχίας, βρε παιδιά (….), ήταν φράση που ακουγόταν.
Γιάννη σ ευχαριστούμε θερμά για το σχόλιο..Είναι μια ιδιαίτερη περίοδος και αρκετά δύσκολη για τον Γιώργο Πουκαμισά. Όπως θα πληροφορήθηκες συνέλλαβαν τους δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος