Home > "Παιδεία Αποφοίτων", Αρθρογραφούν στο blog μας > ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΤΣΙΡΑΣ«Από το βιβλίο του συναπόφοιτου Τάκη Μπενά «της κατοχής – μνήμες μικρές σαν χρέος» – εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ – 1990»

ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΤΣΙΡΑΣ«Από το βιβλίο του συναπόφοιτου Τάκη Μπενά «της κατοχής – μνήμες μικρές σαν χρέος» – εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ – 1990»

No Gravatar

ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΤΣΙΡΑΣ

«Από το βιβλίο του συναπόφοιτου Τάκη Μπενά «της κατοχής – μνήμες μικρές σαν χρέος» – εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ – 1990»

Ανοιξη του ’44. Ανέβαινα την οδό Ζωοδόχου Πηγής. Εκείνος την κατέβαινε. Κάπου κοντά στην Τσιμισκή συναντηθήκαμε. Τυχαία, ολότελα τυχαία. Είχα ακούσει πως ήτανε μεγάλο στέλεχος στην αντίσταση. Λέγανε πως ήτανε στην Επιτροπή της Αθήνας. Δεν είχε αλλάξει πολύ. Λίγο πιο σκαμμένο το πρόσωπο, πιο λιγνός, με κείνα τα μάτια του, κάρβουνα αναμμένα, που τα ’σπασε σ’ ένα πλατύ χαμόγελο μόλις με γνώρισε. Στάθηκε στη μέση του δρόμου ξέροντας πως δεν έπρεπε, παραβίαζε τους κανόνες της παρανομίας. Στάθηκε όμως και μου μίλησε. Δεν του ’κανε καρδιά να με προσπεράσει. Είχε ακούσει, είπε, για μένα πως ήμουνα δραστήριος και του άρεσε αυτό, γιατί αυτή την τάξη, τη δική μου, την είχε, λέει, πάντα στην καρδιά του.

Ήτανε η τελευταία προπολεμική του τάξη. Μετά, στο Αλβανικό, στην Αντίσταση και τώρα κυνηγημένος στην παρανομία. Τον ένιωσα που επέστρεφε πίσω στα γλυκά χρόνια.

- Στάσου, μου λέει, μη μου πεις εσύ. Να δω αν θα μαντέψω σωστά τι γίνανε τα παιδιά. Πρέπει να ’ναι μαζί μας ο τάδε και ο τάδε και ο τάδε…

Κουνούσε το κεφάλι του με χάρη, μέτραγε με τα δάχτυλα, αυτός ο καλύτερος καθηγητής Μαθηματικών που πέρασε ποτέ από το σχολείο μας.

- Λοιπόν, μου λέει, αφού πέτυχε σωστά τους περισσότερους, δε βρίσκω άλλον.

- Υπάρχει ακόμα ένας, του λέω εγώ, αλλά δεν πάει ο νους σας, ο Κωστάκης.

- Σώπα, μου κάνει έκπληκτος, καλό παιδί δε λέω, αλλά ο μπαμπάς του βιομήχανος, πού να το φανταστώ, μπράβο, μπράβο, να ευχηθούμε να μείνει ως το τέλος, και μου σκάει ένα γελάκι. Αλήθεια, συνεχίζει, μη μου πεις και για κανέναν άλλον από τα πλουσιόπαιδα της Δ2, γιατί δε θα σε πιστέψω. Ε, όχι και ο Γιώργος στο Ε.Α.Μ.

- Όχι, του λέω, είναι στη Μέση Ανατολή, τον έβαλε ο μπαμπάς του στην πρεσβεία, στο Κάιρο, βοηθό στρατιωτικού ακολούθου.

- Ναι, μου λέει, πού ’θελες να τον στείλει, στο μέτωπο; Εκείνος ο άλλος, ο στενός του φίλος, ο Σαπουνάς από πού να μας πολεμάει, ξέρεις;

- Ξέρω, του απαντώ, τον περασμένο μήνα μπήκε με κάτι Ευέλπιδες με τα πιστόλια στα χέρια, στη μάντρα του Χημείου και κάνανε μπλόκο στα παιδιά που παίρνανε το συσσίτιο.

- Σε είδε, με ρωτάει, σε γνώρισε;

- Με είδε κι έκανε πως δε με γνώρισε, του απαντώ, με κοίταξε μάλιστα έντονα σαν να μου ’λεγε, για πρώτη φορά στη χαρίζω κακομοίρη μου. Δεν ξαναπάτησα στο συσσίτιο από τότε, γιατί έμαθα πως κάποιος ψιλορώταγε μετά για μένα. Δε με ’πιασε, αλλά μπορεί μετά να με κάρφωσε. Αυτά και με το Σαπουνά, του λέω και μετά σώπασα.

Εκείνος άκουγε σοβαρός, έτσι όπως τον θυμόμουνα πάνω στην έδρα, και σκεφτικός.

- Πρόσεχε, μου λέει, πρόσεχε πολύ, έχουν αρχίσει να σκοτώνουν μέσα στο δρόμο, μην έχεις εμπιστοσύνη στις παλιές γνωριμίες. Είναι αδίστακτοι τώρα, όσο βλέπουνε να πλησιάζουμε στην απελευθέρωση. Ξέρεις, μου λέει και χαμογελάει πάλι γλυκά, δε θ’ αργήσει και πολύ. Είναι για φέτος οπωσδήποτε. Άντε να φεύγουμε τώρα, γιατί το παρακάναμε και μην πεις σε κανένα πως με είδες. Με κυνηγάνε, με ψάχνουνε πολλοί. Άντε και καλή αντάμωση με τη λευτεριά.

Την ώρα που του ’σφιγγα το χέρι, ένιωσα τα δάχτυλά μου να πονάνε. Ήτανε γερός, πολύ γερός, όπως τότε στην εκδρομή του σχολείου που έπαιζε μπάλα μαζί μας. Γύρισα, καθώς έφευγα, να τον ξανακοιτάξω. Έβλεπα τώρα τις φαρδιές του πλάτες, μα και κείνος φαίνεται πως ένιωσε την ίδια ανάγκη και καθώς τα βλέμματά μας ξανασυναντήθηκαν μου έγνεψε φιλικά, πάντα χαμογελώντας και έστριψε στην πρώτη πάροδο δεξιά.

Αυτή ήτανε και η τελευταία εικόνα που κράτησα στη μνήμη μου.

Δεν πέρασε ούτε ένας μήνας που τον βρήκαν δολοφονημένο μέσα στο δρόμο, στα Εξάρχεια. Τον Γιώργη Κότσιρα, τον καθηγητή μου. Τον άνθρωπο που δε διανοήθηκε ποτέ κανένας μαθητής να τον πειράξει. Τον καθηγητή που πίναμε όλοι νερό στ’ όνομά του… Σκεφτείτε έναν ψηλό νεαρό μελαχρινό άντρα, είκοσι έξι χρονών, με ωραίο παράστημα, μαύρο μουστάκι που του πήγαινε πολύ και μάτια μεγάλα και λαμπερά. Θα μπορούσε άνετα να μας πουλάει φιγούρα. Αυτός όμως έμπαινε στην τάξη με κοντομάνικο πουκαμισάκι και παπούτσια ελβιέλες και ριχνότανε στο μάθημά του μ’ ένα πάθος πρωτόγνωρο. Ήθελες δεν ήθελες, μάθαινες. Είχε το χάρισμα του πραγματικού δάσκαλου. Είχε «μεταδοτικό», όπως λέγαμε τότε εμείς, που τον νιώσαμε από την πρώτη μέρα για δικό μας, πολύ δικό μας.

Αυτόν τον εξαιρετικό άνθρωπο, τον προοδευτικό εκπαιδευτικό, τον υποχρέωσαν στα 1939-40 εκτός από τα μαθηματικά που ήτανε ο έρωτάς του, να μας διδάξει και … διαφώτιση. Πρωτεύον, παρακαλώ, μάθημα, υποχρεωτικό σ’ όλα τα σχολεία και σ’ όλες τις τάξεις, περί … Βασιλέως, περί Εθνικού Κυβερνήτου Ιωάννου Μεταξά και βεβαίως περί Ε.Ο.Ν. Δεν ξέρω τί θα κάνατε εσείς στη θέση του. Ο καθηγητής Κότσιρας, όμως, το έλυσε το πρόβλημά του αριστοτεχνικά και να πως: 8-9 είχαμε μαθηματικά και 9-10 διαφώτιση. Τράβαγε λοιπόν την εξέταση στα μαθηματικά και άρχιζε την παράδοση του νέου μαθήματος κάπου εφτά-οχτώ λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα. Τι πιο φυσικό να ολοκληρώσει την παράδοση στην επομένη ώρα, κλέβοντας χρόνο από τη διαφώτιση. Δεν μπορούσε, βέβαια, ν’ αφήσει μισολυμένο ένα αλγεβρικό πρόβλημα. Δεν μπορούσε όμως και να το παρακάνει. Έτσι άρχιζε κάποτε την εξέταση στη διαφώτιση. Ε, αυτό δεν ήταν μάθημα, ήταν γλέντι. Έβγαζε τουλάχιστον οχτώ-εννιά μαζεμένους στο μάθημα, όρθιους μπροστά και τους ρώταγε απλά τί μάθημα έχουμε. Μίλαγε ο πρώτος, διόρθωνε ο δεύτερος, συμπλήρωνε ο τρίτος και πάει λέγοντας. Δεν άνοιξε ποτέ το στόμα του να διορθώσει κανέναν. Κι αν δεν ήξερες το μάθημα, σου ’λεγε «δεν πειράζει, να το ξαναδιαβάσεις στο σπίτι σου». Μ’ αυτά και μ’ αυτά κανόνιζε το χρόνο και μόλις πέρναγε στην παράδοση του νέου… διαφωτιστικού μαθήματος, χτύπαγε το κουδούνι. Δέκα η ώρα, τέλειωσε ο χρόνος.

- Με συγχωρείτε παιδιά, πάλι δεν προλάβαμε την παράδοση, μας έλεγε σοβαρός και κρυφοχαμογελώντας, ζητώντας δήθεν τη συγκατάβασή μας.

- Λοιπόν, παιδιά, το επόμενο μάθημα είναι από δω ώς εκεί.

Και μας έδειχνε στον τυφλοσούρτη, κάτι βιβλιαράκια που είχε τυπώσει η δικτατορία Μεταξά και μας τα ’χε μοιράσει δωρεάν. Η πρώτη … δωρεάν παιδεία που χορηγήθηκε στο ρωμέικο βιλαέτι. Γιατί μπορεί το σχολείο να ’τανε δημόσιο, αλλά πληρώναμε τότε όχι μόνο τα βιβλία, μα και τα περίφημα «εκπαιδευτικά τέλη», κάθε τρίμηνο. Και να φωνάζει ο γέρος μου, που ’χε τέσσερα παιδιά στο σχολειό και άμα παίρναμε καλό βαθμό απαλλασσόμαστε από τα τέλη «ως τέκνα πολυτέκνου πατρός». Το μητρός δεν αναφέρονταν στα τοτινά χαρτιά. Πατρώνυμον και … τελεία.

Έτσι, λοιπόν, ο Κότσιρας δεν τα κατάφερε ποτέ να μας διδάξει, αυτός ο λαλίστατος και εμπνευσμένος καθηγητής, να μας αναλύσει προφορικά τέλος πάντων αυτά τα μυστήρια της τεταρτοαυγουστιανής διαφώτισης. Τον θυμάμαι μία και μόνη φορά που φαίνεται να έκανε κακό υπολογισμό της ώρας και του ’μειναν πέντε ολόκληρα λεπτά για παράδοση. Τί να κάνει ο άνθρωπος, άνοιξε τον τυφλοσούρτη και διάβασε τον τίτλο του νέου μαθήματος: «Η πρόνοια του Εθνικού Κράτους της 4ης Αυγούστου». Και δεν άντεξε να προχωρήσει ούτε στο σκέτο διάβασμα, για να περάσουν αυτά τα πέντε λεπτά, τα τερατώδη και μαρτυρικά γι’ αυτόν τον ακέραιο  άνθρωπο. Γύρισε προς την τάξη, μας κοίταξε  και είπε απλά:

- Σήκω σε παρακαλώ εσύ, Γιάννη, που διαβάζεις ωραία και διάβασέ μας αυτό το κομμάτι. Αργά να σε καταλαβαίνουμε…

Αργά – θα σκεφτόταν – να προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουν τούτα τα έρμα παιδιά από κάμποση πλύση εγκεφάλου, μιας και από τη στολή της Ε.Ο.Ν. έτσι κι αλλιώς δε γλιτώνουν.

Ο Γιώργος Κότσιρας. Που μας έμαθε μαθηματικά. Που μας έκανε ν’ αγαπήσουμε τα μαθηματικά και διέπραξε το έγκλημα να μη μας μάθει ν’ αγαπάμε το φασισμό. Ποινή: Θάνατος.

  1. No comments yet.
  1. No trackbacks yet.